- εκφάτνισμα
- ἐκφάτνισμα, το (Α)1. ό,τι αποβάλλεται κατά τον καθαρισμό τής φάτνης2. απόρριμμα, υπόλειμμα3. σανίδες τής φάτνης που τίς πετούσαν κατά τον καθαρισμό της.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκφατνισμάτων — ἐκφάτνισμα that which is cleaned out of the manger neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφατνίσματα — ἐκφάτνισμα that which is cleaned out of the manger neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)